πλείστοισι

πλείστοισι
πλεί̱στοισι , πλεῖστος
most
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πλείστοισι — Πλεῖστος most masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλείστοισ' — Πλείστοισι , Πλεῖστος most masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολλυνέομαι — ὀλλυνέομαι (Α) είμαι κοντά στον θάνατο («ἐπὶ γὰρ τοῑσι πλείστοισι οὔτε ὀλλυνέονται οὔτε ὀρρωδέουσι θάνατον», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού όλλυμι] …   Dictionary of Greek

  • τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”